- απορευτος
- ἀπόρευτοςἀ-πόρευτος2непроходимый
(ὁδός Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὁδός Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπόρευτος — that cannot or may not be travelled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόρευτος — η, ο (Α ἀπόρευτος, ον) δύσβατος νεοελλ. (για άνθρωπο) πολύ φτωχός αρχ. άβατος … Dictionary of Greek
ἀπόρευτον — ἀπόρευτος that cannot or may not be travelled masc/fem acc sg ἀπόρευτος that cannot or may not be travelled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόρευτα — ἀπόρευτος that cannot or may not be travelled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)